κάπνειος

κάπνειος
κάπνειος και κάπνεος και καπνέως και καπνία και κάπνιος, ἡ (Α)
(ενν. άμπελος) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το χρώμα τού καπνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα -ειος / -εος (πρβλ. κήδ-ειος / κήδ-εος, τέλ-ειος / τέλ-εος) που χρησιμοποιείται ως ουσ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καπνείων — κάπνειος with smokecoloured grapes fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπνειον — κάπνειος with smokecoloured grapes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπνεος — και καπνέως, ἡ (Α) βλ. κάπνειος …   Dictionary of Greek

  • κάπνιος — κάπνιος, ἡ (Α) βλ. κάπνειος …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”